Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Το Λεξικό του χωριού (Ντοπιολαλιές).

Αγγειό, το: πήλινο ή χάλκινο μαγειρικό σκεύος.
Αγουριέται: κλαψουρίζει (λέγεται για το σκυλί).
μτφ.: βογγάει (ο άνθρωπος από πόνο)
Αλπού, η: η αλεπού, ο ροδίτης (ποικιλία σταφυλιού κατάλληλου για κρασί).
Αμποδάω: εμποδίζω. Το χωράφι αμποδιέται: στο χωράφι που απαγορεύεται η βοσκή,
φτιάχνουν μία στήλη με πέτρες (πετσούρι), την μία πάνω στην άλλη.
Απανωγόμι, το: το επιπλέον φορτίο ενός ζώου, στο κέντρο του σαμαριού.
Αργιόλογος,ο : κόσκινο, για το κοσκίνισμα δημητριακών, ή το τρίψιμο του τραχανά. 

 Αργιόλογος

Αρμακάς, ο: σωρός από πέτρες, ξελίθισμα του χωραφιού (συνήθως μάζευαν τις
πέτρες σ’ ένα σωρό, σε ένα σημείο του χωραφιού).

Αρμακάς
Βαρικό,το: χωράφι με πολλά νερά
Βατοκόπα,η: το κλαδευτήρι βάτων προσαρμοσμένο σε ξύλινο στειλιάρι. 

 Βατοκόπα
Βεργάδι, βετούλι,το: το χρονιάρικο κατσίκι.
Βολά,η: φορά π.χ. μια βολά που χιόνιζε…
Γαζέπι,το: δυστυχία, φτώχεια
Γρέκι, το: η στάνη, ο σταύλος για αιγοπρόβατα.
Δέση, η: το σημείο του ποταμού στο οποίο με αυλάκι αλλάζει ροή ένα μέρος του
νερού, για το πότισμα των χωραφιών ή για το νερόμυλο. 

 Η δέση
Δρούγα, η: το αδράχτι
Εδεπά: εδώ
Έντος: νάτος
Ευτούνα: αυτά
Ερμαδιακός, ο: ό έρημος.
Ζαγάρι, το: κυνηγετικό σκυλί, μετφ. ειρωνικά και για άνθρωπο.
Ζάλα, η: μεταφορά ξύλων στην κυρτωμένη ράχη γυναικών, ιδίως ηλικιωμένων!
Κακαρέτζα, η: η κοπριά γιδιών και προβάτων.
Καλικούτσα, η: η μεταφορά στους ώμους, κυρίων των παιδιών.
Καρδάρι, το: ξύλινο δοχείο για το πήξιμο του γιαουρτιού.

 Καρδάρι
Καρκαλέτσι, το: είδος ακρίδας.
Καστραβέτσι, το: το αγγούρι
Κατσικώθηκα: πείσμωσα.
Κατσιφάρα,η: ομίχλη, καταχνιά.
Κατσούλα, η: η σκούφια, η κουκούλα.
Καυκαλίθρα, καυκαλίδα,η: μυρωδάτο χόρτο για πίτες. 
Καυκαλίθρα
Καυκιά, η: ξύλινο άβαθο δοχείο.
Καψερός,ο : ο κακόμοιρος, καημένος.
Κεσέμι, το:. το κριάρι ή ο τράγος που οδηγεί το κοπάδι, ο μπροστάρης.
Κεψές, ο: τρυπητή κουτάλα
Κιώνω: τελειώνω.
Κοζά,η: σχοινί από γιδίσιο μαλλί.
Κοκολόι, το: οι καρποί που απέμειναν στις ελιές και τα αμπέλια μετά το μάζεμά τους.
Κορύτα, η: η ξύλινη σκάφη, μεγάλου μήκους, για το πότισμα των ζώων.
Κορύτες

Κουβέλι,το: παλιότερο μέτρο για σιτηρά (6 ντενεκέδια = 90 οκάδες)
Κούρβουλο, το: ο ξερός κορμός του κλήματος, μτφ. άνθρωπος μεγάλης ηλικίας,
ανήμπορος.
Κουρκουσάλι, το: χαλάζι (κοκορόβι: το χαλάζι που πέφτει με ένταση και σε μεγάλο
μέγεθος).
Κουρκουφίγκι, το: Το παρασκεύασμα από το πρώτο γάλα των προβάτων και των
γιδιών.
Κουρκουφίγκι

Κρένω: μιλώ
Λαγανίδα,η: θάμνος αγκαθωτός με τον οποίο, κατασκευάζονται τα «σαρώματα», οι
σκούπες. 

 
  Λαγανίδα: Σάρωμα κατασκευασμένο με λαγανίδα.
Λαγούσα: κυρτή ράβδος, μπαστούνι. 
Λαγούσες

Λαζί, λαζάκι, το: διαμορφωμένο συνήθως με ξερολιθιές, μικρό τμήμα χωραφιού.
Λανάρι, το: κατασκευή για το ξάσιμο του μαλλιού. 
Λανάρι

Λαψάνα, η: το σιναπόχορτο
Μανάρι, το: οικόσιτο ζώο

Μάτα: ξανά Μόλογο, το: το θέμα συζητήσεων, βούκινο.
Μπειρισμένος: Αυτός που έχει πείρα, μτφ. ο κακόμοιρος 
Μπίζα, τα: αρακάς
Μπίτι: καθόλου
Μποτσόνι, το: δοχείο νερού
Μπρακάτσι, το: χάλκινο δοχείο με χερούλι, για μεταφορά υγρών (νερού, κρασιού,
γάλατος).
Μπρακάτσι

Μυρώνι: αρωματικό χόρτο, ειδικό για πίτα.
Άγρια μυρώνια

Νάκα,η: Φορητή κούνια, από υφαντό ή γιδίσιο δέρμα που στεριώνεται σε δυο ραβδιά
από τις μακριές πλευρές, για τη μεταφορά των βρεφών.
Ξαρίζω: καθαρίζω τα ξερά κλαδιά.
Ξέλαση: Ομαδική, εθελοντική εργασία, συνήθως για το ξεφύλλισμα των
καλαμποκιών.
Ξερικό: το χωράφι που δεν ποτίζεται.
Ξινάρι, το: η αξίνα.
Ξυλοφάι: εργαλείο για την επεξεργασία ξύλου.
Ούλα: όλα
Πράμματα, τα: τα αιγοπρόβατα
Προγκάω: διώχνω με φωνές.

Προυνιάψ: διώχνω με φωνές.
Ρέντι, το: ράντισμα.
Ροβολάω: κατρακυλάω.
Ρουκέλα, η: η κουβαρίστρα.
Σάισμα: υφαντό χαλί από γίδινο μαλλί.
Σαλαγάω: φωνάζω για να κατευθύνω τα ζώα στη βοσκή.
Σκουτί, το: το ρούχο.

Σπερνά: τα κόλυβα.
Σφορδάκλι, το: ο βάτραχος
Ταχιά: αύριο
Τέμπλα,η: μακρύ ραβδί για το ράβδισμα των ελιών και το καρυδιών κατά τη
συγκομιδή.
Τήρα: κοίταξε.
Τράστο,το: ταγάρι υφαντό με πολύχρωμα σχέδια. 
 Τράστο

Τριφτάδες, οι: ζύμη τριφτή στο χέρι, που βράζεται και γίνεται χυλός.
Τσάρκος, ο: περιφραγμένος χώρος μέσα στο μαντρί, στρωμένος με άχυρα ή σπάρτα,
για την παραμονή των αρνοκάτσικων, όταν οι μανάδες τους είναι στη
βοσκή.
Τσοκάνι, το: κουδούνι που κρέμεται στα ζώα. 
Τσοκάνι

Τσουρούλι, το: το ξερό κομμάτι ψωμιού.
Φλαγούνα, η: με την έτοιμη «γινωμένη» ζύμη του ψωμιού, ετοιμάζεται η φλαγούνα σε σχήμα λαγάνας, ψήνεται πριν από το ψωμί και τρώγεται ζεστή με τυρί και φέτα.

Φλαγούνες
 Φουσκί, το: κοπριά ζώων, που χρησιμοποιείται για λίπασμα.
Χόβολη, η: η θράκα με τη στάχτη.
Χουλιάρα, η: η κουτάλα.

Χουλιάρα
Ψάνη,η: δέσμη από χλωρά στάχυα σταριού που ψήνονται για λίγη ώρα στη φωτιά να
καούν τα αγάνια. Στη συνέχεια ο καρπός τρίβεται για να φύγει ο φλοιός και
τρώγεται ευχάριστα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου